- επιδιαιρώ
- ἐπιδιαιρῶ, -έω (AM)διαμοιράζω πάλι, διανέμω εκ νέουαρχ.1. κάνω με εγχείρηση νέα εντομή2. μέσ. ἐπιδιαιροῡνταιμοιράζονται μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιδιαιρώ — έω, Α διαιρώ, διαμελίζω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδιαιρῶ «διανέμω εκ νέου, διαμοιράζω πάλι»] … Dictionary of Greek